- πομφολυζω
- πομφολύζω(о слезах) выступать, закипать
πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. — слезы брызнули из глаз
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. — слезы брызнули из глаз
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πομφολύζω — ἡ πομφολύσσω Α παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, υγος* (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)] … Dictionary of Greek
πομφολύξῃ — πομφολύζω bubble aor subj mid 2nd sg πομφολύζω bubble aor subj act 3rd sg πομφολύζω bubble fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφόλυξαν — πομφολύζω bubble aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)